- μιγήμεναι
- μίγνυμιmixaor inf pass (epic)μῑγήμεναι , μίγνυμιmixaor inf pass (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυπτάδιος — κρυπτάδιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια κρυφά, μυστικά, λαθραία. επίρρ... κρυπταδίως (Α) κρυφά, λαθραία, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ … Dictionary of Greek
μ' — (I) (AM μ ) τύπος που προέρχεται από έκθλιψη αντί τού με. (II) μ (Α) (σπάν. επικ. και λυρ. τ.) αντί τού μοι («ὅς μ ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ ἐθελούση», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek